Please enable javascript to use dictionary! Howto enable javascript?
άσκηση▼◼◼◼
πράξη▼◼◼◻
πρακτική▼◼◼◻
εξάσκηση▼◼◻◻
ασκώ▼
εξασκούμαι (-ηθώ), κάνω εξάσκηση (+ σε vmit)▼
προπονούμαι▼
εξασκούμαι (εξασκηθώ) (+ σε)▼
πρέπει να εξασκηθώ / κάνω εξάσκηση στην οδήγηση▼
η αντιπολίτευση ασκεί πίεση στην κυβέρνηση▼
επίδραση (επιπτώσεις) στην υγεία▼
επίδραση στην υγεία▼
επιπτώσεις στην υγεία▼
επίδραση (επιπτώσεις) στον άνθρωπο▼
επιπτώσεις στο περιβάλλον▼◼◼◼
περιβαλλοντική επίπτωση▼◼◼◻
επίδραση (επιπτώσεις) στο περιβάλλον▼
επίδραση στο περιβάλλον▼
↑