ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ép σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
csillagkép

αστερισμός

πλειάδα

csodálatos, elképesztő

γαμάτο

csontképződés

οστεοποίηση◼◼◼

csépel

wriggle

αλωνίζω

cséphadaró

κόπανος

cséplés

αλώνισμα◼◼◼

cukorrépa

ζαχαρότευτλο◼◼◼

Daru csillagkép

Γερανός (αστερισμός)

Delfin csillagkép

Δελφίν (αστερισμός)

Digitális fényképezőgép

Ψηφιακή φωτογραφική μηχανή◼◼◼

digitális képfeldolgozó módszer

τεχνική ψηφιακής επεξεργασίας εικόνας

dinamógép

δυναμό

doktori képzésben veszek tészt ...

κάνω το διδακτορικό μου ...

Donyecki Népköztársaság

Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ◼◼◼

Dél Keresztje csillagkép

Σταυρός Νότιος

Déli Háromszög csillagkép

Τρίγωνον Νότιον

Déli Vízikígyó csillagkép

Ύδρος

ekképpen

έτσι◼◼◼

επομένως◼◼◻

elcsépelt

τετριμμένος

elképedt

ξαφνιασμένος

elképzel

φαντάζομαι (-στώ)

elképzelhetetlen

αδιανόητος

ακατανόητος

εκπληκτικός

elképzelés

ιδέα◼◼◼

έννοια◼◼◼

άποψη◼◼◻

θεώρηση◼◻◻

εικόνα◼◻◻

αντίληψη◼◻◻

ellenállóképes

ανθεκτικός◼◼◼

ellenállóképesség

ανθεκτικότητα◼◼◼

előkép

πρόθεμα

πρόθημα

előléptetés

προβιβασμός

προώθηση

előregyártott épület

προκατασκευασμένο κτήριο/ΠΡΟΚΑΤ

3456

Το ιστορικό σας