ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ép σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
beképzeltség

ματαιοδοξία

belépni tilos

απαγορεύεται η είσοδος

beléptetés

εισαγωγή◼◼◼

είσοδος◼◼◼

belépés

είσοδος◼◼◼

η είσοδος, (integráció) η ένταξη◼◼◼

καταχώριση◼◼◻

εγγραφή◼◻◻

εμφάνιση◼◻◻

εισιτήριο

λήμμα

belépődíj

είσοδος◼◼◼

η είσοδος◼◼◼

belépőjegy

εισιτήριο◼◼◼

bemegy, belép, bejön

μπαίνω (béno)

Bereniké haja csillagkép

Κόμη Βερενίκης

beteg épület szindróma

σύνδρομο του άρρωστου κτηρίου

beépített terület

δομημένη περιοχή◼◼◼

(πυκνο)δομημένη περιοχή/οικιστική περιοχή

οικιστική περιοχή

πυκνοδομημένη περιοχή

Bika csillagkép

Ταύρος (αστερισμός)

biológiai lebomlóképesség

βιοδιασπασιμότητα/βιοαποδομησιμότητα

bármiképen, feltétlenül, mindenféleképpen

οπωσδήποτε

bírósági lépés

νομική πράξη

bűnbakképzés

αποδιοπομπαίος τράγος

Cepheus csillagkép

Κηφεύς

Cet csillagkép

Κήτος (αστερισμός)

cselekvőképtelenség

ανικανότητα◼◼◼

cserép

κεραμικά◼◼◼

κεραμική◼◻◻

γλάστρα◼◻◻

(virágé) η γλάστρα, (tetőn) το κεραμίδι

κεραμίδι

πλακάκι

πλακίδιο

cserépárú

αγγειοπλαστική

κεραμική

Csiga (gép)

Τροχαλία

csigalépcső

σπειροειδές κλιμακοστάσιο

2345

Το ιστορικό σας