ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ép σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
előrelépés

πρόοδος◼◼◼

εξέλιξη◼◼◻

emulzióképzés

γαλακτωματοποίηση

Eridánusz csillagkép

Ηριδανός (αστερισμός)

ez jó lépés volt!

καλή κίνηση

ezt nem vagyok képes megtenni

δεν μπορώ / είμαι ανίκανος να το κάνω αυτό

ezt éppen te mondod?

εσύ το λες αυτό;

Farkas csillagkép

Λύκος (αστερισμός)

felbontóképesség

ευκρίνεια◼◼◼

fellépés

διάταξη◼◼◼

εμφάνιση◼◼◼

παρουσία◼◼◻

felsőfokú képzés

τριτοβάθμια εκπαίδευση◼◼◼

felvevőképesség

ζήτηση◼◼◼

felépítmény

κατασκευή◼◼◼

ανωδομή◼◻◻

δομικός◼◻◻

επιδομή◼◻◻

felépítés

δομή◼◼◼

κατασκευή◼◼◼

διάρθρωση◼◼◻

διάταξη◼◻◻

οικοδόμηση◼◻◻

felépül

ανακτώ

γιανίσκω

συνέρχομαι

 épül

felépülés

ανάκαμψη◼◼◼

ανάρρωση◼◼◻

αποκατάσταση◼◻◻

ανάκτηση◼◻◻

Festő csillagkép

Οκρίβας

fizetésképtelen

αφερέγγυος◼◼◼

χρεωκοπημένος

fizetésképtelenség

αφερεγγυότητα◼◼◼

fizetőképes

φερέγγυος◼◼◼

διαλύτης

fizetőképesség

φερεγγυότητα◼◼◼

fizetőképtelenség

αφερεγγυότητα◼◼◼

fénykép

φωτογραφία (fotografía)◼◼◼

4567

Το ιστορικό σας