ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ανθεκτικός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ανθεκτικός

ellenálló◼◼◼

erős◼◼◼

tartós◼◼◻

ellenállóképes◼◻◻

ανθεκτικός οργανικός ρύπος

perzisztens szerves szennyezőanyag