ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ép σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
építőipar

κατασκευή◼◼◻

οικοδομική βιομηχανία/κλάδος (των) οικοδομών

építőipari berendezés

κατασκευαστικός εξοπλισμός/μηχανήματα εργοταξίου

építőmunkás

χτίστης

építőmérnöki tudomány

έργα (κλάδος) πολιτικού(ών) μηχανικού(ών)

épül

χτίζομαι (-στώ)

épület

κτίρια◼◼◼

Κτίριο◼◼◻

κτίριο (το)◼◼◻

το κτίριο◼◼◻

κατασκευή◼◼◻

αρχοντικό

πολυκατοικία

σπίτι

épületfa

ξυλεία◼◼◼

épületfelújítás

αποκατάσταση κτηρίου

épületlakatosipar

βιομηχανία (κλάδος) χυτηρίων σιδήρου

épületlebontás

καταστροφή κτηρίου(ων)

(+ tárgyeset) elképzel vmilyennek

φαντάζομαι

a képernyő alján

στο κάτω μέρος της οθόνης

a képernyőn

στην οθόνη◼◼◼

a két épület között

ανάμεσα στα δύο κτίρια / μεταξύ των δύο κτιρίων

a számlája túldiszponált (túllépte a hitelkeretet)

ο λογαριασμός σας είναι ελλειμματικός

a város sok pénzzel járult hozzá az építkezéshez

ο δήμος συνεισέφερε πολλά λεφτά στην οικοδομή, (jóváhagy) συναινώ (-έσω), εγκρίνω (+tárgyeset vmihez)

aktív népesség

ενεργός πληθυσμός◼◼◼

Androméda (csillagkép)

Ανδρομέδα (αστερισμός)

Aranyhal csillagkép

Δοράς

arckép

φωτογραφία◼◼◼

πορτρέτο◼◻◻

προσωπογραφία◼◻◻

πορτραίτο

Aszklépiosz

Ασκληπιός

asztali számítógép

επιτραπέζιος υπολογιστής◼◼◼

asztali számítógép (nem hordozható számítógép)

desktop

az Európai Unióba történő belépésünk

η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

az ár alku tárgyát képezi?

είναι η τιμή διαπραγματεύσιμη;

Bak csillagkép

Αιγόκερως

be nem épített terület

μη δομημένη (αδόμητη) περιοχή

bejárat, belépő

είσοδος (η)

beképzelt

ψωνισμένος

1234

Το ιστορικό σας