ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

στο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ακάρπιστος

terméketlen

ακατέργαστος

megmunkálatlan◼◼◼

nyers◼◼◼

durva◼◻◻

feldolgozatlan◼◻◻

bruttó

ακόρεστος

telítetlen◼◼◼

telhetetlen

ακούραστος

fáradhatatlan

ακουστός

hallható

ακουστότητα

akusztikai tulajdonság

αλάνθαστος

csalhatatlan

αμαξοστοιχία

vasút◼◼◼

mozdony◼◼◻

lépés◼◻◻

kiképez

αμαξοστοιχία (amaxostikhía)

vonat◼◼◼

αμαξοστοιχία (η)

vonat◼◼◼

αμαξοστοιχία/συρμός

vonat

αμέθυστος

ametiszt

ανάλυση κόστους-οφέλους

költség-haszon elemzés

αναξιόπιστος

megbízhatatlan◼◼◼

ανάρμοστος

alkalmatlan

αναστολέας

gátló◼◼◼

αναστολή

felfüggesztés◼◼◼

gátlás◼◼◻

tilalom◼◻◻

αναφορά στον υπουργό

miniszternek szóló jelentés

ανέβα στον τρίτο όροφο!

menj fel a harmadik emeletre!

ανεπεξέργαστος

nyers◼◼◼

ανήμερα χριστούγεννα

karácsony napja

ανοίξτε το στόμα σας παρακαλώ

nyissa ki a száját, kérem

αντιδιαβρωτικό (μέσο)/αναστολέας (ανασχετικό) διάβρωσης

korróziógátló anyag

αντίστοιχα

illetve◼◼◼

rendre◼◻◻

αντιστοιχία

megfeleltetés◼◼◼

levelezés◼◻◻

párhuzam◼◻◻

αντιστοίχιση

megfeleltetés◼◼◼

összeillő◼◻◻

4567