ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tilalom σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tilalom

απαγόρευση◼◼◼

μη◼◼◻

περιορισμός◼◻◻

πρόληψη◼◻◻

εμπάργκο◼◻◻

αναστολή◼◻◻

παρεμπόδιση◼◻◻

εμπόδιο

απαγορεύω

alkoholtilalom

απαγόρευση

kijárási tilalom

απαγόρευση κυκλοφορίας

Το ιστορικό σας