ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

durva σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
durva

ακατέργαστος◼◼◼

τραχύς◼◻◻

βραχώδης

πρόστυχος

χονδροειδής

Το ιστορικό σας