ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

στο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αντίστοιχος

megfelelő◼◼◼

hasonló◼◼◻

azonos◼◻◻

megegyező◼◻◻

ugyanazon◼◻◻

αντιστοιχώ

megfelel

αντιστοίχως

rendre◼◼◼

Αντίχριστος

Antikrisztus

ανυποψίαστος

gyanútlan

αξεπέραστος

leküzdhetetlen

άξεστος

csiszolatlan

faragatlan

αξέχαστος (-η-ο)

felejthetetlen

αξιόπιστος

megbízható◼◼◼

hiteles◼◻◻

helyes◼◻◻

szavahihető

αξύριστος (-η-ο)

borostás

αόριστο άρθρο

határozatlan névelő

αόριστος

bizonytalan

határozatlan

múlt idő

απαερίωση στο χώρο ταφής απορριμμάτων

hulladéklerakó gázmentesítése

απασχόληση στον διοικητικό κλάδο

közigazgatási foglalkozás

απεριόριστος

korlátlan◼◼◼

végtelen◼◻◻

απεριόριστος (-η-ο)

korlátlan◼◼◼

άπληστος

kapzsi

mohó

απο εδώ είναι ο σωστός δρόμος για ...;

ez a jó út ... felé?

(από) πίσω, (vmi végében) στο βάθος

hátul

απόρριψη στους ωκεανούς

óceáni lerakás

αποστολέας

feladó◼◼◼

küldő◼◼◻

αποστολή

misszió◼◼◼

feladat◼◼◼

cél◼◼◻

feladás◼◼◻

tevékenység◼◼◻

rendeltetés◼◼◻

5678