ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nyers σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nyers

ακατέργαστος◼◼◼

ανεπεξέργαστος◼◻◻

ωμός◼◻◻

άψητος

αμαγείρευτος

κακοποιός

ὠμός

nyersanyag

πρώτες ύλες◼◼◼

πρώτη ύλη/πρώτες ύλες

nyersanyag biztosítása

εξασφάλιση πρώτης ύλης

nyersanyag fogyasztás

(κατ)ανάλωση πρώτης ύλης (πρώτων υλών)

nyersen

ωμά◼◼◼

nyersvíz/üzemi derítetlen víz

μη επεξεργασμένα ύδατα

megújuló nyersanyag

ανανεώσιμη πρώτη ύλη

Το ιστορικό σας