ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bruttó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bruttó

ακαθάριστος◼◼◼

μεικτός◼◼◻

ακατέργαστος

γκρόσσα

bruttó fizetés

ακαθάριστος μισθός

bruttó hazai termék

ακαθάριστο εγχώριο προϊόν◼◼◼

bruttó hazai össztermék

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν◼◼◼

ΑΕΠ

bruttó nemzeti termék

Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν◼◼◼

Το ιστορικό σας