ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αστικός

városi◼◼◼

αστυνομικός

rendőr◼◼◼

rendőr tisztviselő

rendőrnő

rendőrség

αστυνομικός ερευνητής

detektív

ασυμπτωματικός

tünetmentes◼◼◼

ατμοσφαιρικός

légköri◼◼◼

άτοκος

kamatmentes◼◼◼

ατομικός

egyedi◼◼◼

egyéni◼◼◼

magánszemély◼◼◻

egyenként◼◻◻

atomi

atomos

egyes

egyetlen

ατομικός αριθμός

rendszám

αυθεντικός

valódi◼◼◼

eredeti◼◼◻

hiteles◼◼◻

autentikus

igazi

αυλικός

udvaronc

αυξητικός

növekvő◼◼◼

αυστραλέζικος

ausztrál

Αυστριακός

osztrák◼◼◼

αυστριακός

osztrák◼◼◼

ausztriai

αυτάρεσκος

önelégült

öntelt

αυτοκρατορικός

birodalmi

αυτός είναι ο εταιρικός σας αριθμός

ez a munkahelye szerzodése

αυχενικός

nyaki◼◼◼

αφαιρετικός

ablativus

αφγανικός

afgán◼◼◼

afganisztáni

αφγανικός λαγωνικός

afgán agár

αφετηριακός

eredeti

αφηγηματικός

narratíva◼◼◼

5678