ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

öntelt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
öntelt

αυτάρεσκος

ματαιόδοξος

υπερόπτης

ψωνισμένος

önteltség

αλαζονεία

ματαιοδοξία

υπεροψία

Το ιστορικό σας