ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rendőrnő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rendőrnő

αστυνομικίνα

αστυνομικός

rendőrnő (f)

(astinomikós)

αστυφύλακας

Το ιστορικό σας