ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

valódi σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
valódi

πραγματικός◼◼◼

πράγματι◼◼◼

πολύ◼◼◻

κοινή◼◼◻

κοινό◼◼◻

αυθεντικός◼◻◻

ουσιαστικός◼◻◻

κανονική◼◻◻

αλήθεια◼◻◻

αληθής◼◻◻

αληθεύει◼◻◻

αληθινός◼◻◻

βασιλικός◼◻◻

γνήσιος◼◻◻

κανονικός◼◻◻

νόμιμος◼◻◻

υπαρκτός

valódiság

πραγματικότητα◼◼◼

Το ιστορικό σας