ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rendőrség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rendőrség

αστυνομία (astynomía)◼◼◼

αστυνομία (η)◼◼◼

επιβολή του νόμου◼◻◻

αστυνομικό τμήμα

αστυνομικός

Rendőrség

Αστυνομία◼◼◼

rendőrségi törvény

αστυνομικό δίκαιο

hívja a rendőrséget!

κάλεσε την αστυνομία!

Το ιστορικό σας