ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ausztrál σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ausztrál

Αυστραλία◼◼◼

Αυστραλός◼◻◻

αυστραλιανός◼◻◻

Αυστραλέζα

αυστραλέζικος

Αυστραλέζος

Αυστραλή

ausztrál dollár

αυστραλέζικο δολλάριο

Ausztrália

Αυστραλία (Afstralía)◼◼◼

Ausztrália és Óceánia

Ωκεανία

ausztráliában születtem, de angliában nőttem fel

γεννήθηκα στην αυστραλία αλλά μεγάλωσα στην αγγλία

Ausztrálázsia

Αυστραλασία◼◼◼

Το ιστορικό σας