Magyar-Görög szótár »

zsák görögül

MagyarGörög
zsák

σάκος◼◼◼

σάκος (sákos)◼◼◼

σακούλα◼◻◻

σακούλα (sakúla)◼◻◻

τσάντα◼◻◻

απολύω

λεηλασία

λεηλατώ

σάκκος

σακί

τσουβάλι

zsákmány

βορά

λεία

λεηλατώ

hálózsák

υπνόσακος◼◼◼

ο υπνόσακος, το σλίπινγκ-μπαγκ

hátizsák

σακίδιο◼◼◼

το σακίδιο

kizsákmányolás

εκμετάλλευση◼◼◼

légzsák

αερόσακος◼◼◼

zsák

Μούσες

porszívózsák

σακούλα ηλεκτρικής σκούπας

szemetes zsák

σακούλα σκουπιδιών