Görög | Magyar |
---|---|
εκμετάλλευση | kitermelés◼◼◼ |
εκμετάλλευση γαλακτοπαραγωγής/βουστάσιο | |
εκμετάλλευση καλλιεργειών | |
εκμετάλλευση πόρου | |
εκμετάλλευση των ωκεανών | |
εκμετάλλευση υπόγειου νερού | |
δασική εκμετάλλευση | |
διαδικασία χορήγησης άδειας (εκμετάλλευσης)/διαδικασία | |
επιχειρηματικός οργανισμός/οργανισμός εκμετάλλευσης | |
υπερεκμετάλλευση | |
χρήση γης/έγγειος εκμετάλλευση |