Magyar-Görög szótár »

vén görögül

MagyarGörög
erdészeti törvény

νόμος (νομοθεσία) περί δασοκομίας

európai részvénytársaság

ευρωπαϊκή εταιρεία◼◼◼

faiskola (növénytermesztés)

φυτώριο◼◼◼

feladószelvény

δελτίο αποστολής

fösvény

τσιγκούνης

függvény

συνάρτηση◼◼◼

διαδικασία◼◻◻

λειτουργία◼◻◻

αποστολή◼◻◻

καθήκον

λειτουργώ

Függvény (matematika)

Συνάρτηση◼◼◼

fűevők/növényevők

φυτοφάγος

gyantás növény

ρητινώδες (ρητινούχο) φυτό

gyógynövény

βότανο◼◼◼

μυρωδικό

φαρμακευτικό φυτό

χόρτο

halászati törvény

νόμος (νομοθεσία) περί αλιείας

Hooke-törvény

Νόμος του Χουκ

hulladékártalmatlanítási törvény

νόμος για τη διάθεση των αποβλήτων

hullámfüggvény

κυματοσυνάρτηση

immisszióellenőrzési törvény

νόμος (νομοθεσία) περί ελέγχου των οχλήσεων

intravénás

ενδοφλέβιος◼◼◼

ipari növény

βιομηχανική καλλιέργεια

iparinövény (szervezet)

βιομηχανικό φυτό (οργανισμός)

βιομηχανικό φυτό [οργανισμός]

jogérvényesítés

επιβολή του νόμου◼◼◼

(jog)érvényesítés

επιβολή/(αναγκαστική) εκτέλεση/συμμόρφωση/εφαρμογή

Jövevényszó

Δάνειο (γλώσσα)

Kapor (növény)

Άνηθος◼◼◼

kereskedelmi törvény

εμπορικό δίκαιο◼◼◼

keresztrejtvény

σταυρόλεξο (staurolexo, stavrolexo)

το σταυρόλεξο

Keresztrejtvény

Σταυρόλεξο

kerti ösvény

μονοπάτι

KHV törvény

νόμος (νομοθεσία) περί ΕΠΕ

kultúrnövény

καλλιεργημένο φυτό

kérvény

αίτηση◼◼◼

η αίτηση◼◼◻

123