Magyar-Görög szótár »

vén görögül

MagyarGörög
vén

αρχαίος

γέρικος

γέρος

γηραιός

ηλικιωμένος

παλαιός

παλιός

πρώην

vén tengeri medve

θαλασσόλυκος

véna

φλέβα◼◼◼

κοίτασμα

νεύρο

Véna

Φλέβα◼◼◼

vénkisasszony

γεροντοκόρη

Vénusz

Αφροδίτη

Αφροδίτη (Afrodíti)

Αφροδίτη (πλανήτης)

Βένους (Vénous)

vény

συνταγή◼◼◼

(kávénál) cukor nélkül

σκέτος (-η-ο)

a növényvilág elkorcsosítása

νόθευση της χλωρίδας

a vízum három hónapig érvényes

η βίζα ισχύει για τρεις μήνες

adatfeldolgozási törvény

νόμος (νομοθεσία) περί επεξεργασίας δεδομένων

Arkhimédész törvénye

Αρχή του Αρχιμήδη

Avogadro-törvény

Υπόθεση Αβογκάντρο

benzin ólomtartalom törvény

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τον (για τον) μόλυβδο

Boyle–Mariotte-törvény

Νόμος του Μπόιλ

bányatörvény

νόμος (νομοθεσία) περί εξόρυξης

börtönökre vonatkozó törvény

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τα σωφρονιστικά καταστήματα

chorológia, növény/állatföldrajz

χωρολογία

Coulomb-törvény

Νόμος του Κουλόμπ

családtörvény

οικογενειακό δίκαιο

dugvány (növényszaporítás)

μόσχευμα (φυτικός πολλαπλασιασμός)◼◼◼

elismervény

απόδειξη◼◼◼

παραλαβή◼◼◻

αποδοχή

λήψη

emelvény

πλατφόρμα◼◼◼

εξέδρα◼◼◻

αποβάθρα

12