Magyar-Görög szótár »

tart görögül

MagyarGörög
kitartó

σταθερά◼◼◼

συνεχής◼◼◼

επίμονος

ισχυρογνώμων

környezet fenntartása

διατήρηση του περιβάλλοντος

környezetileg felelős magatartás

περιβαλλοντικά υπεύθυνη συμπεριφορά

környezetileg fenntartható építészet

περιβαλλοντική (αειφόρος) αρχιτεκτονική

közösségi távolságtartás

κοινωνική απομάκρυνση

kulcstartó

μπρελόκ

letartóztat

σύλληψη◼◼◼

συλλαμβάνω

συλλαμβάνω (συλλάβω)

letartóztatás

σύλληψη◼◼◼

letartóztatták a gyilkost

συλλήφθηκε ο δολοφόνος

londonba tartó vonatok

τραίνα προς λονδίνο

magában foglal, tartalmaz

περιέχω

magánháztartás

μονάδα νοικοκυριού

magatartás

στάση◼◼◼

διαγωγή◼◼◻

διάθεση◼◼◻

είδος◼◼◻

magatartási minta

πρότυπο συμπεριφοράς

magatartástudomány

εθολογία (επιστήμη της συμπεριφοράς)

megtart

κρατώ◼◼◼

διατηρώ

melltartó

σουτιέν

mennyi ideig fog ez tartani?

πόση ώρα θα πάρει;

mennyi ideig fog tartani az út?

πόση ώρα θα διαρκέσει η διαδρομή;

mennyi ideig fog tartani?

πόση ώρα θα πάρει

mennyi ideig tart a repülés?

πόση ώρα διαρκεί η πτήση;

mennyi ideig tart az utazás?

πόση ώρα διαρκεί η διαδρομή;

minden jog fenntartva

με επιφύλαξη παντός δικαιώματος (me epifílaksi pandós diceómatos)

όλα τα δικαιώματα προστατεύονται (óla ta diceómata prostatévonde)

napfénytartam

διάρκεια ηλιοφάνειας

ne haragudj hogy ilyen sokáig tartott, hogy írjak.

συγγνώμη που μου πήρε καιρό να σου γράψω.

nem tartós cikkek

αναλώσιμο (μη διαρκές) αγαθό (εμπόρευμα)

nyilvántartás

μητρώο◼◼◼

καταγραφή◼◼◼

εγγραφή◼◼◻

διαχείριση◼◼◻

5678