Magyar-Görög szótár »

tart görögül

MagyarGörög
háztartásbeli

(foglalkozása:) οικιακά

νοικοκυρά

háztartásbeli vagyok

είμαι σπιτονοικοκυρά

háztartási

οικιακός◼◼◼

εγχώριος◼◻◻

háztartási cikkek

οικιακό αγαθό (είδος)

háztartási hulladék

οικιακά απορρίμματα◼◼◼

háztartási hulladéklerakó

χώρος ταφής οικιακών απορριμμάτων

háztartási készülék

οικιακή συσκευή◼◼◼

háztartási kiadás

δαπάνες νοικοκυριών◼◼◼

háztartási szennyvíz

οικιακά λύματα◼◼◼

háztartási tüzelőanyag

καύσιμο οικιακής χρήσης◼◼◼

háztartási tüzelőolaj

πετρέλαιο οικιακής χρήσης

háztartási vegyszer

χημική ουσία που χρησιμοποιείται στο σπίτι

háztartási zaj

θόρυβος κατοικίας

háztartások környezeti hatása

περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις δραστηριότητες

hengerűrtartalom

κυβισμός◼◼◼

hétfőnként a múzeum zárva tart

το μουσείο είναι κλειστό τις δευτέρες

hosszú tartózkodás

παραμονή μεγάλης διάρκειας

időtartam

διάρκεια◼◼◼

Időtartományok

Χρονολόγηση

intenzív állattartás

εντατική διασταύρωση (ζώων)/εντατική ζωοτεχνία

kalciumtartalom

περιεκτικότητα σε ασβέστιο◼◼◼

kapcsolattartó

επικοινωνία◼◼◼

σύνδεσμος◼◼◼

επαφή◼◼◻

karbantart

διατηρώ

karbantartás

συντήρηση◼◼◼

διατήρηση◼◼◻

kellemes itt-tartózkodást!

καλή διαμονή!

kérjük tartsa készenlétben az útlevelét

παρακαλώ έχετε το διαβατήριο σας έτοιμο

kérjük tartsa magánál az összes csomagját, és minden személyes holmiját

παρακαλώ να έχετε όλες τις τσάντες και τα προσωπικά σας αντικείμενα μαζί σας

Kígyótartó

Οφιούχος

Kígyótartó csillagkép

Οφιούχος (αστερισμός)

kisállatok tartása megengedett?

τα κατοικίδια επιτρέπονται;

kitart

αντέχω

επιμένω

κρατώ

kitartás

αντοχή

το κουράγιο

4567