Magyar-Görög szótár »

tű görögül

MagyarGörög
zhely

σόμπα

τζάκι

zhányó

ηφαίστειο

ηφαίστειο (ifaísteio)

zifa

καυσόξυλα◼◼◼

καυσόξυλο

zijáték

πυροτεχνήματα◼◼◼

πυροτέχνημα◼◻◻

zjelző

συναγερμός πυρκαγιάς

zkeresztség

βάπτισμα του πυρός

zkijárat

έξοδος κινδύνου

zkő

πυρίτης◼◼◼

zoltó

πυροσβέστης◼◼◼

πυροσβέστης (ο)◼◼◼

zoltókészülék

πυροσβεστήρας◼◼◼

zoltóság

πυροσβεστική◼◼◼

πυροσβεστική υπηρεσία◼◼◼

zriadó

συναγγερμός φωτιάς

zszünet

ανακωχή

εκεχειρία

zvédelem

πυροπροστασία◼◼◼

zvédelmi elővigyázatosság

πυρασφάλεια

zvész

πυρκαγιά◼◼◼

φωτιά

zálló

πυρίμαχος◼◼◼

αλεξίπυρος

zálló szer

πυρίμαχο (πυράντοχο) μέσο

zőgép

συρραπτικό

(+ alanyeset) látszik, nik vmilyennek

φαίνομαι

alacsony szin technológia

χαμηλή τεχνολογία◼◼◼

alapszin

βασικός◼◼◼

attid

στάση◼◼◼

διάθεση◼◻◻

azután menjen tovább a zoltóságnál

προχώρα μετά το πυροσβεστικό σταθμό

bejelentettem a poggyászom elnését

δήλωσα την απώλεια των αποσκευών μου

be

το γράμμα◼◼◼

γράμμα◼◼◼

χαρακτηριστικό◼◼◻

τύπος◼◻◻

χαρακτήρας◼◻◻

123