Magyar-Görög szótár »

szomorú görögül

MagyarGörög
szomorú

θλιβερός

θλιμμένος

λυπημένος

λυπημένος (-η-ο)

λυπημένος / λυπημένη / λυπημένο

στενοχωρημένος

szomorúfűz

ιτιά η κλαίουσα

szomorújáték

τραγωδία

szomorúság

αλγηδόνα

ανημπόρια

θλίψη

λύπη

οδύνη

πόνος