Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
θλιβερός▼
θλιμμένος▼
λυπημένος▼
λυπημένος (-η-ο)▼
λυπημένος / λυπημένη / λυπημένο▼
στενοχωρημένος▼
ιτιά η κλαίουσα▼
τραγωδία▼
αλγηδόνα▼
ανημπόρια▼
θλίψη▼
λύπη▼
οδύνη▼
πόνος▼
↑