Kérlek, engedélyezd a javascriptet a szótár használatához! Hogyan?
ανάπηρος▼◼◼◼
μειονεκτούν άτομο/άτομο με ειδικές ανάγκες (ΑΜΕΑ)▼
αναπηρία▼◼◼◼
↑