ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rokkant σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rokkant

ανάπηρος◼◼◼

μειονεκτούν άτομο/άτομο με ειδικές ανάγκες (ΑΜΕΑ)

rokkantság

αναπηρία◼◼◼

Το ιστορικό σας