Magyar-Görög szótár »

pí görögül

MagyarGörög

αριθμός π◼◼◼

a város sok pénzzel járult hozzá az étkezéshez

ο δήμος συνεισέφερε πολλά λεφτά στην οικοδομή, (jóváhagy) συναινώ (-έσω), εγκρίνω (+tárgyeset vmihez)

alat

υποκατάστημα◼◼◼

παράρτημα◼◼◻

θεμελιώνω

ιδρύω (-σω)

καθιερώνω

συστήνω

alatvány

ίδρυμα◼◼◼

σύσταση◼◼◻

βάση◼◻◻

ίδρυση◼◻◻

θεμέλιο

φον ντε τεν

alatás

σύσταση◼◼◼

ίδρυση◼◼◻

ίδρυμα◼◻◻

ala

ιδρυτής◼◼◼

θεμελιωτής

be nem étett terület

μη δομημένη (αδόμητη) περιοχή

beétett terület

δομημένη περιοχή◼◼◼

(πυκνο)δομημένη περιοχή/οικιστική περιοχή

οικιστική περιοχή

πυκνοδομημένη περιοχή

cigarettapar

τσιγαρόχαρτο◼◼◼

csillat

ανακουφίζω

csillatás

ανακούφιση◼◼◼

csilla

στρώμα◼◼◼

dekorfűrész

σέγα◼◼◼

ető szakember

χτίστης / εργολάβος

felétmény

κατασκευή◼◼◼

ανωδομή◼◻◻

δομικός◼◻◻

επιδομή◼◻◻

felétés

δομή◼◼◼

κατασκευή◼◼◼

διάρθρωση◼◼◻

διάταξη◼◻◻

οικοδόμηση◼◻◻

filip

φιλιππινέζικα

12