Görög | Magyar |
---|---|
οικοδόμηση | építési◼◼◼ felépítés◼◼◻ |
ανοικοδόμηση | újjáépítés◼◼◼ |
αποικοδόμηση (διάσπαση) των ρύπων | |
απο(ικο)δόμηση/υποβάθμιση/φθορά | |
βιοαπο(ικο)δόμηση | |
προϊόν απο(ικο)δόμησης | |
τοιχοποιία/πλινθοδομή/οικοδόμηση/οικοδομή | |
φωτοαποικοδόμηση/αλλοίωση λόγω έκθεσης στο φως |