Magyar-Görög szótár »

műtét görögül

MagyarGörög
műtét

χειρουργική◼◼◼

επέμβαση◼◼◼

εγχείρηση◼◼◻

λειτουργία◼◻◻

επιχείρηση

πράξη

nem éreztem semmit a műtét alatt

δεν καταλάβαινα τίποτα στην εγχείρηση, (pl. nyaralás alatt) περνώ (-άω, -σω), (érzékel) καταλαβαίνω (καταλάβω)

vakbélműtét

σκωληκοειδεκτομή