Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
χειρουργική▼◼◼◼
επέμβαση▼◼◼◼
εγχείρηση▼◼◼◻
λειτουργία▼◼◻◻
επιχείρηση▼
πράξη▼
δεν καταλάβαινα τίποτα στην εγχείρηση, (pl. nyaralás alatt) περνώ (-άω, -σω), (érzékel) καταλαβαίνω (καταλάβω)▼
σκωληκοειδεκτομή▼
↑