Magyar-Görög szótár »

lak görögül

MagyarGörög
lakhely/lakás

κατοικία

lakhelyek

στέγαση

στέγαση/στέγη

στέγη

lakik

διαμένω

διαμένω (diaméno), κατοικώ (katikó), μένω (méno), ζω (zo)

ζω

ζωντανός

κατοικώ

μένω

μένω (μείνω), κατοικώ (-ήσω)

lakik, marad

μένω (μείνω)

lakk

βερνίκι◼◼◼

το βερνίκι◼◼◻

λίμνη

lakmuszpapír

χαρτί ηλιοτροπίου◼◼◼

lakó

ένοικος

κάτοικος

ο κάτοικος

lakodalom

γάμος

lakóépület

πολυκατοικία

lakóház

συγκρότημα διαμερισμάτων

lakóhely

κατοικία◼◼◼

διαμονή◼◼◻

έδρα◼◼◻

οικία◼◻◻

σπίτι

lakókocsi

τρέιλερ◼◼◼

καραβάνι

το τροχόσπιτο

lakoma

γιορτή

ευωχία

πανδαισία

lakonikus

λακωνικός

lakos

πολίτης◼◼◼

ένοικος

lakosság

πληθυσμός◼◼◼

ο πληθυσμός◼◼◼

πόλη◼◻◻

ανθρώπινος πληθυσμός

123