Görög | Magyar |
---|---|
στέγαση | lakás◼◼◼ szállás◼◼◼ lakásügy◼◻◻ |
στέγαση χαμηλού κόστους | |
στέγαση/στέγη | |
βελτίωση της στέγασης | |
επαναστέγαση | |
νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τη (για τη) στέγαση | |
παροχή καταλύματος/κατάλυμα/στέγαση/προσωρινή διαμονή | |
ποιοτική προδιαγραφή για τη στέγαση | |
πυκνότητα κατοίκησης (στέγασης) |