Magyar-Görög szótár »

köz görögül

MagyarGörög
köz

διάστημα◼◼◼

ύψος◼◼◼

δημόσιος◼◼◼

απόσταση◼◼◻

γενικός◼◼◻

διάκενο◼◻◻

χάσμα◼◻◻

köz/közvélemény

κοινό

közben

εν τω μεταξύ◼◼◼

μέσα◼◼◻

ωστόσο◼◼◻

εν τούτοις

(ezalatt) εν τω μεταξύ

közbenjár

μεσολαβώ

közbenjárás

μεσολάβηση

közbenső döntés

προσωρινή απόφαση

közbeszerzés

προμήθεια (σύμβαση) του δημοσίου◼◼◼

közeg

μέσο◼◼◼

υγρό◼◻◻

φορέας◼◻◻

μέσος◼◻◻

ρευστό◼◻◻

όχημα

Közeg

Ρευστό◼◼◼

közegészség

δημόσια υγεία◼◼◼

közegészségügyi berendezés

εγκατάσταση υγιεινής

közel

σχεδόν◼◼◼

γειτνίαση◼◼◻

εγγύτητα◼◼◻

εγγύς◼◻◻

κλείσιμο◼◻◻

γειτονικός

στενός

επικείμενος

κοντινός

Közel-Kelet

Εγγύς Ανατολή

Μέση Ανατολή (Mési Anatolí)

közel vagyunk?

κοντεύουμε να φτάσουμε;

közeledik

προσέγγιση◼◼◼

πρόσβαση◼◻◻

12