Magyar-Görög szótár »

könnyű görögül

MagyarGörög
könnyű

ελαφρά◼◼◼

εύκολο◼◼◻

εύκολος◼◻◻

εύκολος (-η-ο)◼◻◻

εύκολος (éfkolos)◼◻◻

απλός◼◻◻

ελαφρύς◼◻◻

φανός◼◻◻

φως◼◻◻

ελαφρός

(súly) ελαφρός/ύς-ιά/ά-ό/ύ, (átv) εύκολος (-η-ο)

αβαρής

ελαφρύς / ελαφριά / ελαφρύ

εύκολος / εύκολη / εύκολο

könnyű (súlyra)

ελαφρύς-ιά-ύ

könnyű kijönni vele

χαλαρός

könnyű mondani, hogy...

είναι εύκολο να πεις να/ότι...

megevett egy egész csirkét, ami nem is olyan könnyű

έφαγε ένα ολόκληρο κοτόπουλο, (πράγμα) που δεν είναι και τόσο εύκολο