Magyar-Görög szótár »

kém görögül

MagyarGörög
kém

κατάσκοπος

κατάσκοπος (katáskopos)

κατασκοπεύω

πράκτορας

kémcső

δοκιμαστικός σωλήνας◼◼◼

kémia

χημεία (chimeía)◼◼◼

Kémia

Χημεία◼◼◼

kémia/vegyészet

χημεία

kémiai

χημικός◼◼◼

kémiai anyag

χημική ουσία/χημικό(ς)

kémiai anyag a környezetben

χημικός ρύπος

kémiai elem

χημικά στοιχεία◼◼◼

Kémiai elem

Χημικό στοιχείο◼◼◼

kémiai elemzés

χημική ανάλυση◼◼◼

kémiai hulladék

χημικά απόβλητα

kémiai kihullás

χημικές αποθέσεις (ραδιενεργών σωματιδίων)

kémiai korrozivitás

χημική διαβρωτικότητα

kémiai képlet

χημικός τύπος◼◼◼

Kémiai kötés

Χημικός δεσμός

kémiai oxigén igény

χημικά απαιτούμενο οξυγόνο

kémiai reakció

χημική αντίδραση◼◼◼

χημικές αντιδράσεις◼◼◻

Kémiai reakció

Χημική αντίδραση◼◼◼

kémiai redukció

χημική αναγωγή◼◼◼

kémiai szennyezés

χημική μόλυνση

kémiai szennyezésmentesítés

χημική απολύμανση

χημική απολύμανση/χημική απορρύπανση

χημική απορρύπανση

kémiai szerkezet

χημικές δομές

kémiai tulajdonság

χημικές ιδιότητες◼◼◼

kémiai összetétel

χημική σύνθεση/χημική σύσταση

kémikus

φαρμακοποιός

χημικός

kémkedik

κατάσκοπος

κατασκοπεύσει

κατασκοπεύω

kémkedés

κατασκοπία◼◼◼

κατασκοπεία◼◼◼

kémény

τζάκι◼◼◼

η καπνοδόχος◼◼◻

12