Görög | Magyar |
---|---|
χημικός | kémiai◼◼◼ |
Χημικός δεσμός | |
χημικός προσδιορισμός της ρύπανσης | |
χημικός ρύπος | |
χημικός τύπος | |
αγροχημικός | |
αλχημικός | |
βιογεωχημικός κύκλος | |
πετροχημικός | petrolkémiai◼◼◼ |
φυσικοχημικός καθαρισμός | |
φωτοχημικός παράγοντας/φωτοχημικό μέσο | |
χημική ουσία/χημικό(ς) |