Magyar-Görög szótár »

idős görögül

MagyarGörög
idős

ηλικιωμένος◼◼◼

ηλικιωμένος (-η-ο)◼◼◼

πρώην◼◼◼

αρχαίος

γέρικος

γέρος

γηραιός

παλαιός

παλιός

παλιός / παλιά / παλίο

τέως

idős korban

σε μεγάλη ηλικία

idős személy

άτομο τρίτης ηλικίας/ηλικιωμένος

Idősebb Plinius

Πλίνιος ο Πρεσβύτερος

Idősebb Szent Jakab

Απόστολος Ιάκωβος

időszak

περίοδος◼◼◼

όρος◼◼◻

φάση◼◼◻

θητεία◼◼◻

εποχή◼◼◻

τρίμηνο◼◼◻

εξάμηνο◼◼◻

χρόνος◼◼◻

κύκλος◼◻◻

εγκαίρως◼◻◻

κενό◼◻◻

αέρας

σεζόν

τελεία

χάσμα

időszerű

έγκαιρος◼◼◼

alkalmazkodási időszak

περίοδος προσαρμογής◼◼◼

πρακτική άσκηση προσαρμογής◼◻◻

Kréta (időszak)

Κρητιδική περίοδος

mennyi idős? (hímnem)

πόσο χρονών είναι εκείνος;

mennyi idős? (nőnem)

πόσο χρονών είναι εκείνη;

mennyi idősek?

πόσο χρονών είναι εκείνοι;

nyári időszámítás

θερινή ώρα◼◼◼

Perm (időszak)

Πέρμια περίοδος

rangidősség

αρχαιότητα◼◼◼

12