Görög | Magyar |
---|---|
όρος | kifejezés◼◼◼ időszak◼◼◻ ciklus◼◻◻ lehetőség◼◻◻ kikötés◼◻◻ állapot◼◻◻ viszony◼◻◻ beállítás◼◻◻ |
όρος (óros) | hegy◼◼◼ |
όρος (ο) | feltétel◼◼◼ |
όρος μεγάλου ύψους | |
Άγιο Όρος | |
έγγειος φόρος | földadó◼◼◼ |
έκτακτος φόρος | |
αγγελιοφόρος | |
αειφόρος | fenntartható◼◼◼ |
αειφόρος ανάπτυξη | |
αυτοκινητόδρομος/λεωφόρος | |
αχθοφόρος | |
Γανυμήδης (δορυφόρος) | |
Δείμος (δορυφόρος) | |
δικηγόρος | |
δικηγόρος (ο/η) | ügyvéd◼◼◼ |
δικηγόρος (που ειδικεύεται στο να μιλάει σε δικαστήρια) | |
δορυφόρος | műholdas◼◼◼ |
δορυφόρος (doryfóros) | |
δορυφόρος παρατηρήσεων | |
εξαφάνιση [οικολογικός όρος] |