Magyar-Görög szótár »

hoz görögül

MagyarGörög
hozzáférhető

διαθέσιμος◼◼◼

προσβάσιμος◼◼◼

προσιτός◼◼◻

προσπελάσιμος◼◻◻

hozzáférhetőség

προσβασιμότητα◼◼◼

hozzáfog

καταπιάνομαι (-στώ)

hozzáfűz

προσθέτω

hozzáigazít

προσαρμογή◼◼◼

εφαρμογή◼◼◻

προσαρμόζω

hozzáilleszt

προσαρμόζω

hozzájárul

συγκατάθεση◼◼◼

συναίνεση◼◼◻

συναινώ◼◻◻

(elősegít) συμβάλλω (συμβάλω)

εισφέρω

συμβάλλω

συνδράμω

συνεισφέρω

συντελώ

hozzájárul, elősegít

συμβάλλω (συμβάλω)

hozzájárulás

συνεισφορά◼◼◼

συνδρομή◼◼◼

εισφορά◼◼◻

συνεργασία◼◼◻

διανομή◼◻◻

υπογραφή◼◻◻

επιβεβαίωση◼◻◻

(vmi elősegítése) η συμβολή, (anyagi) η συνεισφορά, (jóváhagyás) η συναίνεση, η έγκριση

hozzámegy

παντρεύομαι

παντρεύω

hozzámjössz feleségül?

θα με παντρευτείς;

hozzányúl

επαφή◼◼◼

αγγίζω (angizo)

hozzányúlni

άγγιγμα

hozzárendelés

ανάθεση◼◼◼

hozzászokás

εξοικείωση◼◼◼

hozzászokik

συνηθίζω (-σω) (+ tárgyeset/σε vmihez)

hozzászoktam, hogy már kiskorom óta Lacikának hívnak

συνήθισα να με φωνάζουν Βασιλάκη από μικρός

hozzászólás

σχόλιο◼◼◼

123