Magyar-Görög szótár »

hosszú görögül

MagyarGörög
hosszú

πολύ◼◼◼

ώρα◼◻◻

μακριά◼◻◻

μακρύς◼◻◻

πολύς◼◻◻

λαχταρώ

μακρός

μακρύς / μακριά / μακρύ

μακρύς-ιά-ύ

hosszú az út?

είναι πολύς δρόμος

hosszú haj

μακριά μαλλιά

hosszú ideje nem láttalak

χρόνια και ζαμάνια

hosszú idővel ezelőtt

πριν πολύ καιρό

hosszú sor van a bárnál

έχει μεγάλη ουρά στο μπαρ

hosszú tartózkodás

παραμονή μεγάλης διάρκειας

hosszúnadrág

παντελόνι◼◼◼

hosszúszárnyú bálna

μεγάπτερη φάλαινα◼◼◼

hosszúság

το μήκος◼◼◼

hosszútávú

μακροπρόθεσμα◼◼◼

hosszútávú hatás

μακροχρόνια επίπτωση

hosszútávú kísérlet

μακροχρόνιο πείραμα

ne is kérdezd, ez egy hosszú történet

μη ρωτάς, είναι μεγάλη ιστορία