Magyar-Görög szótár »

gép görögül

MagyarGörög
gép

μηχάνημα (το)◼◼◼

μηχανή (η)◼◼◼

μηχανισμός◼◻◻

κινητήρας◼◻◻

gép, automata

μηχάνημα (το)

gép, motor

μηχανή (η)

gépel

χαρακτήρες◼◼◼

δακτυλογραφώ (-ήσω)

πληκτρολογώ

gépelni

να πληκτρολογίσω

gépelés

δακτυλογράφηση◼◼◼

gépezet

μηχανήματα◼◼◼

μηχανισμός◼◼◻

μηχανολογικός εξοπλισμός

gépfegyver

πολυβόλο

gépgyártás

κατασκευή μηχανών◼◼◼

gépház

μηχανή◼◼◼

gépi

μηχανικός◼◼◼

gépi kód

γλώσσα μηχανής

κώδικας μηχανής

Gépi kód

Γλώσσα μηχανής

gépjármű

όχημα◼◼◼

αυτοκίνητο όχημα/όχημα με κινητήρα

gépjármű kipufogógáz

αέριο εξάτμισης (καυσαέριο) αυτοκινήτου οχήματος

gépjármű-szennyezés

ρύπανση από τα αυτοκίνητα

gépjárműadó matrica

δίσκος

gépkocsi

αυτοκίνητο◼◼◼

επιβατικό αυτοκίνητο◼◼◼

άμαξα◼◻◻

βαγόνι◼◻◻

αμάξι

gépkocsifedélzet

γκαράζ

géppisztoly

πολυβόλο

géppuska

πολυβόλο

gépész

μηχανικός◼◼◼

μηχανουργός

gépészeti berendezés

μηχανολογικός εξοπλισμός

gépíró

γραφομηχανή

δακτυλογράφος

asztali számítógép

επιτραπέζιος υπολογιστής◼◼◼

12