Görög | Magyar |
---|---|
μηχανικός | mechanikus◼◼◼ mechanikai◼◼◻ műszerész◼◻◻ gépi◼◻◻ gépész◼◻◻ |
βιομηχανική εταιρεία/βιομηχανικός σύνδεσμος | |
βιομηχανικός | ipari◼◼◼ |
βιομηχανικός εξοπλισμός | |
βιομηχανικός προγραμματισμός | |
βιομηχανικός χώρος | |
εγκαταλειμμένος βιομηχανικός χώρος | |
θόρυβος βιομηχανίας/βιομηχανικός θόρυβος | |
μηχανική δόνηση/μηχανικός κραδασμός | |
ο μηχανικός αυτοκινήτων |