Magyar-Görög szótár »

enyhít görögül

MagyarGörög
enyhít

ανακουφίζω

enyhítés

ανακούφιση◼◼◼

ανάγλυφο◼◻◻

enyhítő intézkedés

μέτρο (ενέργεια) για τον μετριασμό

μέτρο για τον μετριασμό

katasztrófakár-enyhítés

βοήθεια για την αντιμετώπιση καταστροφής