Pentru folosirea dicţionarului te rog permite JavaScript! Cum?
ανακουφίζω▼
ανακούφιση▼◼◼◼
ανάγλυφο▼◼◻◻
μέτρο (ενέργεια) για τον μετριασμό▼
μέτρο για τον μετριασμό▼
βοήθεια για την αντιμετώπιση καταστροφής▼
↑