Ungersk-Grekisk ordbok »

elfoglal betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
elfoglal

κατέχω

καταλαβαίνω (καταλάβω, κατέλαβα), παίρνω (πάρω, πήρα)

καταλαμβάνω (καταλάβω

elfoglalt

απασχολημένος (-η-ο)

elfoglaltság

δραστηριότητα

elfoglalás

κατάληψη◼◼◼

αποικισμός

κατοχή

megszállás/elfoglalás

αποικισμός

nagyon elfoglalt voltam

είχα πάρα πολύ δουλειά

pillanatnyilag nagyon elfoglalt vagyok

είμαι πολύ απασχολημένος / απασχολημένη αυτή τη στιγμή

sajnálom, elfoglalt vagyok

συγγνώμη, έχω δουλειά

sajnálom, most elfoglalt vagyok

συγγνώμη, είμαι απασχολημένος αυτή τη στιγμή