Magyar-Görög szótár »

betör görögül

MagyarGörög
betör

(ablakot) σπάζω (-σω), (betörő) διαρρηγνύω (διαρρήξω) (+tárgyeset vhova)

σπάω

betörtek a bankba

διέρρηξαν την τράπεζα

betörés

διάρρηξη◼◼◼

betörő

διαρρήκτης

διαρρήκτρια

κλέφτης

ο διαρρήκτης