Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
(ablakot) σπάζω (-σω), (betörő) διαρρηγνύω (διαρρήξω) (+tárgyeset vhova)▼
σπάω▼
διέρρηξαν την τράπεζα▼
διάρρηξη▼◼◼◼
διαρρήκτης▼
διαρρήκτρια▼
κλέφτης▼
ο διαρρήκτης▼
↑